- ἐξαπατᾶται
- ἐξαπατάωdeceivepres subj mp 3rd sgἐξαπατάωdeceivepres ind mp 3rd sgἐξαπατάωdeceivepres subj mp 3rd sgἐξαπατάωdeceivepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγέλαστος — Επώνυμο δύο αξιωματούχων του Βυζαντίου. 1. Γεώργιος (14ος αι.). Ένας από τους πέντε επιτρόπους (δεπουτάτους) της Χίου, που το 1346 αντιστάθηκαν γενναία στην επίθεση των Γενουατών. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν το… … Dictionary of Greek
ακαλίγωτος — η, ο (και διαλ. ακαλίβωτος, ακαλίκωτος) [καλιγώνω] 1. ο απετάλωτος (για υποζύγιο ή και βόδι), που δεν έχει καλιγωθει 2. ο ξυπόλητος 3. μτφ. (δρόμος) που δεν έχει στρωθεί με πέτρες ή χαλίκια 4. μτφ. αυτός που δεν εξαπατάται, που δεν παγιδεύεται 5 … Dictionary of Greek
αλώσιμος — η, ο (Α ἁλώσιμος, ον) αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος αρχ. 1. αυτός που εύκολα εξαπατάται 2. εύληπτος, κατανοητός 3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη 4. αυτός που αναφέρεται ή… … Dictionary of Greek
απλάνευτος — η, ο αυτός που δεν παρασύρεται, δεν εξαπατάται … Dictionary of Greek
δυσεξαπάτητος — η, ο (AM δυσεξαπάτητος, ον) αυτός που δύσκολα εξαπατάται … Dictionary of Greek
δυσπαράγωγος — δυσπαράγωγος, ον (Α) αυτός που δύσκολα παρασύρεται ή εξαπατάται … Dictionary of Greek
εθελαπάτη — η η εκούσια απάτη, το να εξαπατάται κανείς υποκρινόμενος ότι δεν τό αντιλαμβάνεται … Dictionary of Greek
ευαπάτητος — η ο (Α εὐαπάτητος, ον) αυτός που εξαπατάται εύκολα, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ξεγελάσει, να πλανέψει εύκολα, ο εύπιστος, ο ευκολοπίστευτος, ο μωροπίστευτος αρχ. αυτός που εξαπατά εύκολα («εὐαπατητότερον τὸ θῆλυ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ευεξαπάτητος — η, ο (ΑΜ εὐεξαπάτητος, ον) αυτός που εξαπατάται εύκολα («εὐεξαπάτητοι ὑπὸ τῶν ἀδίκων», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ευπαράπειστος — εὐπαράπειστος, ον (Α) αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα πείθω «πείθω, εξαπατώ»] … Dictionary of Greek